- απογλαυκοομαι
- ἀπογλαυκόομαιἀπο-γλαυκόομαιзаболевать «желтой водой», слепнуть
(ὄμματα ἀπογλαυκωθέντα Diod.; τέν ὄψιν ἀπογλαυκωθῆναι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
(ὄμματα ἀπογλαυκωθέντα Diod.; τέν ὄψιν ἀπογλαυκωθῆναι Plut.)
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀπογλαυκοῦται — ἀπογλαυκόομαι suffer from pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλαυκωθῆναι — ἀπογλαυκόομαι suffer from aor inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλαυκωθέν — ἀπογλαυκόομαι suffer from aor part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλαυκωθέντων — ἀπογλαυκόομαι suffer from aor part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀπογλαυκωθήσονται — ἀπογλαυκόομαι suffer from fut ind mp 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)